Τραυματισμός Δοντιού ● Επιπλοκές Θεραπείας
Ένα σπάσιμο, μετατόπιση ή και εκγόμφωση (βγάλσιμο) ενός δοντιού που μπορεί να συμβεί μετά από ένα κτύπημα στα δόντια αντιμετωπίζεται τις περισσότερες φορές με επιτυχία αν αναζητηθεί έγκαιρα η βοήθεια ενός οδοντιάτρου.
Οι πιθανότητες διάσωσης για ένα τραυματισμένο δόντι διαφέρουν σημαντικά ανά περίπτωση και εξαρτώνται από την έκταση και μορφή της βλάβης και γενικά την κατάσταση του δοντιού και του οστού, αλλά και από την αμεσότητα της πρόσβασης στον οδοντίατρο. Παρά τις προσπάθειες του οδοντιάτρου σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να σημειωθούν επιπλοκές που να οδηγήσουν τελικά στην απώλεια του δοντιού.
Πιθανές επιπλοκές μετά από την αποκατάσταση ενός δοντιού με σπάσιμο ή μετατόπιση
Ορισμένες από τις πιθανές επιπλοκές προκαλούν μόνον αισθητικά προβλήματα, ορισμένες άλλες όμως μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική μείωση του προσδόκιμου χρόνου διατήρησης του δοντιού είτε και σε άμεση απώλεια του.
Αγκύλωση
Σε κάποια σημεία της ρίζας ενός δοντιού που επανεμφυτεύθηκε μετά από ένα τραυματισμό που το μετακίνησε ή έβγαλε τελείως από θέση του, υπάρχει η πιθανότητα οι περιοδοντικοί σύνδεσμοι να έχουν πλήρως νεκρωθεί ή να αποτύχουν να επουλωθούν. Σε αυτήν την περίπτωση η ρίζα του δοντιού αρχίζει να συμφύεται με το οστό του φατνίου που την περιβάλλει. Αυτή η συνοστέωση οδηγεί μετά από κάποιο διάστημα σε απορρόφηση της ρίζας και απώλεια του δοντιού. Το πρόβλημα είναι συχνότερο στα νεογιλά δόντια και για αυτό οι οδοντίατροι αποφεύγουν γενικά να τα επανεμφυτεύσουν αν εκγομφωθούν.
Απορρόφηση ρίζας
Μια άλλη επιπλοκή που συμβαίνει μετά από τραυματισμούς δοντιών είναι η απορρόφηση της ρίζας. Κύτταρα που φυσιολογικά συμμετέχουν στο μηχανισμό επιδιόρθωσης των οστών, γνωστά σαν οστεοκλάστες, αρχίζουν να αποδομούν τους σκληρούς ιστούς του δοντιού που περιβάλλουν τη ρίζα, οδηγώντας σε απώλεια οδοντικής ουσίας και σε ανάγκη ενδοδοντικής θεραπείας και έμφραξης και τελικά σε εξαγωγή του δοντιού.
Αποχρωματισμός
Μετά από ένα κτύπημα σε κάποιο δόντι παρατηρείται συχνά αποχρωματισμός του δοντιού και το δόντι αρχίζει να σκουραίνει. Η αλλαγή του χρώματος οφείλεται συνήθως σε νεκρά αιμοσφαίρια από τα αιμοφόρα αγγεία του πολφού και συγκεκριμένα στον σίδηρο της αιμοσφαιρίνης που περιέχουν, αλλά μπορεί να υποδηλώνει και νέκρωση του πολφού (αν δεν έχει ήδη προηγηθεί απονεύρωση).
Συνήθως λόγω μιας μικρής αιμορραγίας που μπορεί να συμβεί λόγω του κτυπήματος σε κάποιο αγγείο στον πολφό στο εσωτερικό του δοντιού, το δόντι παίρνει ένα κοκκινωπό χρώμα. Σταδιακά λόγω της αποσύνθεσης αυτού του αίματος το δόντι σκουραίνει και παίρνει μια μπλέ, καφέ ή γκρίζα απόχρωση. Στα νεογιλά δόντια αυτός ο αποχρωματισμός μπορεί να είναι προσωρινός και το δόντι να πάρει το κανονικό του χρώμα σε μερικούς μήνες. Στα μόνιμα δόντια θα απαιτηθεί λεύκανση ή τοποθέτηση όψεων ρητίνης ή πορσελάνης.
Αν ο αποχρωματισμός δεν είναι άμεσος αλλά συμβεί μετά από αρκετές εβδομάδες ή μήνες, αποτελεί ένδειξη νέκρωσης του πολφού και ότι το δόντι χρειάζεται απονεύρωση. Συνήθως το δόντι παίρνει γκρίζο ή και μαύρο χρώμα λόγω της αποσύνθεσης του πολφού στο εσωτερικό του.
Σε τραυματισμούς νεογιλών είναι πιθανόν να τραυματιστεί και το αντίστοιχο μόνιμο δόντι που βρίσκεται μέσα στη γνάθο κάτω από το νεογιλό με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διαταραχές στο σχηματισμό της αδαμαντίνης. Σαν αποτέλεσμα στο σημείο τραυματισμού του μόνιμου δοντιού εντοπίζονται όταν ανατείλει λευκές ή υποκίτρινες κηλίδες.
Νέκρωση πολφού - Ενδοδοντική θεραπεία
Σε περιπτώσεις επανεμφύτευσης δοντιού μετά από μια εκγόμφωση γίνεται πάντα απονεύρωση του δοντιού λίγες ημέρες μετά την επανατοποθέτηση του. Λόγω της ρήξης των αγγείων ο ζωντανός ιστός του πολφού στερείται την παροχή θρεπτικών συστατικών και νεκρώνεται. Σε πιό ήπιους τραυματισμούς όμως ο οδοντίατρος μπορεί να μην προχωρήσει άμεσα σε ενδοδοντική θεραπεία αν εκτιμήσει ότι δεν υπάρχει ήδη ανεπανόρθωτη βλάβη στην τροφοδοσία του δοντιού. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως τελικά παρατηρείται νέκρωση του πολφού οπότε πρέπει αναγκαστικά να γίνει απονεύρωση για να σωθεί το δόντι.
Ενασβεστίωση ριζικών σωλήνων
Σε τραυματισμούς δοντιών όπου υπήρχε μετακίνηση του δοντιού και σημειώθηκε βλάβη στα νεύρα και τα αγγεία του πολφού (όχι όμως και πλήρης ρήξη) , οι τραυματισμένοι ιστοί μπορεί να επουλωθούν. Συχνά όμως παρατηρείται σε ανάλογες περιπτώσεις σταδιακή μείωση της διαμέτρου των ριζικών σωλήνων λόγω μιας επιπλοκής που προκαλείται από την εναπόθεση ασβεστίου στα τοιχώματα των σωλήνων. Η στένωση των ριζικών σωλήνων αυξάνει τον κίνδυνο νέκρωσης του πολφού μετά από μερικά χρόνια.
Μόλυνση
Όπως σε όλους τους τραυματισμούς έτσι και σε αυτούς των δοντιών, και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις πλήρους εκγόμφωσης, υπάρχει ο κίνδυνος μόλυνσης του τραύματος. Παρότι πάντα χορηγείται αντιβιοτική θεραπεία από τον οδοντίατρο, είναι πιθανόν να σημειωθεί μια σοβαρή μόλυνση που δεν θα είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί και θα πρέπει να γίνει εξαγωγή του δοντιού.
Σπάσιμο δοντιού
Ένα σπασμένο δόντι που έχει αποκατασταθεί είτε με συγκόλληση του σπασμένου τμήματος ή έχει ανασυσταθεί με μια έμφραξη ή με όψη ρητίνης ή πορσελάνης είναι πολύ πιό πιθανό να υποστεί σημαντική βλάβη σε ένα νέο κτύπημα στο στόμα. Επίσης τα δόντια που έχει χρειαστεί να απονευρωθούν λόγω ενός κτυπήματος που οδήγησε σε νέκρωση του πολφού είναι γενικά πιό εύθραυστα και σπάνε σχετικά εύκολα.
Αισθητικά προβλήματα
Ο τραυματισμός ενός δοντιού μπορεί να συνοδεύεται και από τραυματισμό των ούλων και του οστού που το περιβάλλει, δημιουργώντας προβλήματα στην αισθητική εμφάνιση του στόματος. Για την διόρθωση τους μπορεί να χρειαστεί πλαστική ούλων (ουλοπλαστική) ή και χειρουργική αποκατάσταση του οστού.
Τι συμβαίνει αν το δόντι χαθεί λόγω των επιπλοκών;
Αν λόγω οποιασδήποτε επιπλοκής ο οδοντίατρος αναγκαστεί να προχωρήσει στην εξαγωγή ενός δοντιού που είχε αποκατασταθεί μετά από ένα κτύπημα, μετατόπιση ή σπάσιμο, η καλύτερη επιλογή είναι να αντικατασταθεί το χαμένο δόντι με την άμεση τοποθέτηση ενός οδοντικού εμφυτεύματος. Εναλλακτικά, θα πρέπει να κατασκευαστεί μια οδοντιατρική γέφυρα για την κάλυψη του κενού χώρου. Κάθε χαμένο δόντι πρέπει να αντικαθίσταται για να αποφευχθούν προβλήματα όπως είναι η δυσκολία στη μάσηση και στην ομιλία, η μετατόπιση των γειτονικών δοντιών, προβλήματα στην κροταφογναθική άρθρωση, και η απώλεια οστού από τη γνάθο.