Απονεύρωση Δοντιού • Ποσοστά επιτυχίας
Η απονεύρωση δοντιού είναι μια οδοντιατρική θεραπεία με πολύ υψηλά ποσοστά επιτυχίας που κυμαίνονται στο 90-95%. Αναπόφευκτα όμως σε ενα ποσοστό 5% των περιπτώσεων εμφανίζονται επιπλοκές που μπορεί να οδηγήσουν σε μια αποτυχημένη ενδοδοντική θεραπεία ή και σε αδυναμία διάσωσης του δοντιού. Το βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση της επιτυχίας μιας ενδοδοντικής θεραπείας είναι η πλήρης εξάλειψη των μικροβίων όχι μόνο μέσα στον κύριο ριζικό σωλήνα, αλλά επίσης και σε τυχόν παράπλευρους ριζικούς σωλήνες και στον περιακρορριζικό χώρο.
Η επιτυχία της ενδοδοντικής θεραπείας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες και οι πιθανότητες αποτυχίας μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από περίπτωση σε περίπτωση. Είναι σημαντικό να συζητήσετε τις προοπτικές της θεραπείας με τον οδοντίατρό σας πριν την έναρξη της. Ωστόσο, μερικές από τις πιθανές επιπλοκές μιας απονεύρωσης δεν είναι προβλέψιμες. Η εμφάνιση επιπλοκών κατά τη διάρκεια ή ακόμη περισσότερο μετά το πέρας της ενδοδοντικής θεραπείας μπορεί να αυξήσει σημαντικά το κόστος της συνολικής θεραπείας.
Τα συμπτώματα πιθανών επιπλοκών σε μια απονεύρωση
Εάν μετά την ενδοδοντική θεραπεία, το εσωτερικό του δοντιού ή οι ιστοί που περιβάλλουν τη ρίζα παραμένουν μολυσμένα, η διαδικασία θεωρείται ότι απέτυχε. Τα συνήθη συμπτώματα της αποτυχίας μιας ενδοδοντικής θεραπείας είναι ο έντονος πόνος και ευαισθησία ή πρήξιμο των ούλων στην περιοχή κοντά στο δόντι.
Η λήψη ακτινογραφίας του δοντιού μερικές μέρες μετά την απονεύρωση είναι πολύ σημαντική για την επιβεβαίωση της επιτυχίας της ενδοδοντικής θεραπείας. Η ακτινογραφία θα βοηθήσει τον οδοντίατρο να ανιχνεύσει κάποια ένδειξη φλεγμονής μέσα ή γύρω από το δόντι που μπορεί να υποδηλώνει τυχόν επιπλοκές. Τα συμπτώματα προβλημάτων σε μια απονεύρωση μπορεί να εμφανιστούν αμέσως μετά την ενδοδοντική θεραπεία, ή ακόμα και μετά από μήνες.
Αιτίες επιπλοκών απονεύρωσης
Οι κύριες αιτίες που μπορεί να προκαλέσουν επιπλοκές με αποτέλεσμα μια αποτυχημένη ενδοδοντική θεραπεία, είναι η αποτυχία ή αδυναμία πλήρους καταπολέμησης της μόλυνσης (είτε λόγω ελλιπούς καθαρισμού των ήδη μολυσμένων ιστών είτε λόγω νέας μόλυνσης) και οι μηχανικές βλάβες του δοντιού κατά τη διάρκεια της απονεύρωσης. Οι γενεσιουργές αιτίες είναι κυρίως η δύσκολη μορφολογία ορισμένων δοντιών ή ένας λάθος χειρισμός ή εκτίμηση του οδοντιάτρου. Αναλυτικότερα τα προβλήματα που προκαλούν συχνότερα την αποτυχία μιας ενδοδοντικής θεραπείας είναι:
- Μη εντοπισθέντες ριζικοί σωλήνες. Ενας ριζικός σωλήνας ή τμήμα αυτού είτε δεν εντοπίστηκε καθόλου ώστε να καθαριστεί, απολυμανθεί και σφραγιστεί, είτε αυτό δεν έγινε σε όλο το μήκος του.
Αυτό μπορεί να συμβεί όταν υπάρχουν:
- Υπεράριθμοι ριζικοί σωλήνες. Το δόντι έχει περισσότερους ριζικούς σωλήνες απο ότι συνήθως αναμένεται ανάλογα με τον τύπο του. Αν ο οδοντίατρος δεν παρατηρήσει την ύπαρξη του υπεράριθμου ριζικού σωλήνα αυτός θα παραμείνει μολυσμένος.
- Κεκαμένοι ριζικοί σωλήνες. Η ρίζα είναι πολύ στενή, με έντονες κάμψεις και στροφές που δεν επιτρέπουν την ικανοποιητική επεξεργασία και έμφραξη του εσωτερικού της.
- Διακλαδώσεις. Ο ριζικός σωλήνας έχει πολλαπλές πλευρικές διακλαδώσεις. Μερικές φορές ακόμη και αν εντοπιστούν είναι πολύ δύσκολος ο χειρισμός τους ιδίως αν σχηματίζουν μεγάλη γωνία σε σχέση με τον κεντρικό ριζικό σωλήνα.
- Λάθος μέτρηση του μήκους των ριζικών σωλήνων. Αν ο οδοντίατρος δεν μετρήσει σωστά το μήκος του ριζικού σωλήνα, αυτός είναι πιθανόν να μην καθαριστεί και σφραγιστεί σε όλο το μήκος του αφήνοντας μια εστία μόλυνσης στο άκρο της ρίζας, που αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε ένα νέο οδοντικό απόστημα.
- Ρωγμή στη ρίζα του δοντιού. Μια υπάρχουσα μικρή ρωγμή στη ρίζα του δοντιού που παραμένει απαρατήρητη θα επιτρέπει στα βακτήρια να εισέλθουν εκ νέου και να επαναμολύνουν το δόντι.
- Κάταγμα ρίζας. Όταν πεθαίνει ο πολφικός ιστός, τα δόντια τείνουν να γίνουν πιο εύθραυστα. Μια σοβαρή επιπλοκή είναι το κάταγμα της ρίζας του δοντιού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της απονεύρωσης. Το δόντι έχει ακόμη ελπίδες να σωθεί με την αφαίρεση του σπασμένου τμήματος της ρίζας (ακροριζεκτομή) αλλά οι πιθανότητες διάσωσης του περιορίζονται σημαντικά.
- Διάτρηση ρίζας. Ένα άλλο συνηθισμένο πρόβλημα είναι η ενδοδοντική ρίνα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό και τη διεύρυνση των ριζικών σωλήνων να μην ακολουθήσει μια καμπή αλλά να διατρήσει την οστείνη. Δημιουργείται έτσι ένα άνοιγμα στο δόντι που αν δεν σφραγιστεί θα είναι μια πύλη εισόδου για τα βακτήρια για να εισχωρήσουν εκ νέου στο δόντι.
- Σπάσιμο ενδοδοντικής ρίνας. Η θραύση μιας ενδοδοντικής ρίνας κατά την επεξεργασία με αποτέλεσμα να μείνει το άκρο της μέσα στο δόντι είναι ένα άλλο πρόβλημα που μπορεί να εμφανιστεί
αλλά συνήθως χωρίς σοβαρές συνέπειες. Οι οδοντίατροι μπορούν να αφαιρέσουν το θραύσμα με τη χρήση άλλων ειδικών εργαλείων.
Αν αυτό δεν καταστεί δυνατόν μπορεί να χρειαστεί ακροριζεκτομή για να μειωθεί ο κίνδυνος επιμόλυνσης.
Άλλες πιθανές επιπλοκές μιας απονεύρωσης: - Νέο απόστημα. Ένα δόντι που έχει υποστεί ενδοδοντική θεραπεία μπορεί να αναπτύξει ένα νέο ακροριζικό απόστημα. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν γίνεται εσπευσμένα η έμφραξη των ριζικών σωλήνων χωρίς να έχει διασφαλιστεί ότι έχει εξαλειφθεί πλήρως η μόλυνση γύρω απο τη ρίζα του δοντιού.
- Επιμόλυνση. Αν δεν τηρηθούν οι απαραίτητοι κανόνες κατά την διαδικασία το εσωτερικό του δοντιού μπορεί να επιμολυνθεί απο μικρόβια του στόματος. Επίσης μερικές φορές κατά τη διάρκεια του καθαρισμού των ριζικών σωλήνων, τα μικρόβια μπορεί να ωθηθούν μέσα από τις άκρες των ριζών και να μολύνουν τους περιβάλλοντες ιστούς.
- Εκτεταμένη βλάβη / Σπάσιμο του δοντιού. Όταν υπάρχει ήδη εκτεταμένη βλάβη του δοντιού, ένας οδοντίατρος θα ξεκινήσει μερικές φορές μια απονεύρωση με την σύμφωνη γνώμη του ασθενή γνωρίζοντας ότι υπάρχουν μειωμένες πιθανότητες επιτυχίας σε μια τελευταία προσπάθεια για τη διάσωση του δοντιού. Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο οδοντίατρος κρίνει ότι το δόντι δεν μπορεί να σωθεί, θα εγκαταλείψει την απονεύρωση και θα προχωρήσει στην εξαγωγή του δοντιού. Μερικές φορές, το δόντι μπορεί να σπάσει κατά τη διάρκεια ή μετά τη διαδικασία και επίσης θα πρέπει να εξαχθεί. Καθυστέρηση στην τελική αποκατάσταση (σφράγισμα ή στεφάνη) του δοντιού, επίσης αυξάνει τον κίνδυνο για σπάσιμο του δοντιού.
Θεραπευτικές επιλογές μετά απο μια ανεπιτυχή ενδοδοντική θεραπεία
Χάρις στις σύγχρονες εξελιγμένες ενδοδοντικές τεχνικές, ακόμη και αν υπάρξουν επιπλοκές και η αρχική ενδοδοντική θεραπεία θεωρηθεί αποτυχημένη, το δόντι έχει συνήθως μια δεύτερη ευκαιρία να σωθεί. Στην περίπτωση αυτή βέβαια χρειάζεται η συμβολή ενός εξειδικευμένου ενδοδοντολόγου, ο οποίος έχει τη γνώση των ειδικών τεχνικών που απαιτούνται για τη διάσωση του δοντιού. Ο ενδοδοντολόγος θα αξιολογήσει την κατάσταση του δοντιού, προκειμένου να αποφασίσει αν το δόντι μπορεί να σωθεί. Δυστυχώς, σε ορισμένες περιπτώσεις το δόντι δεν μπορεί να σωθεί και θα πρέπει να εξαχθεί. Μια γέφυρα ή ενα οδοντικό εμφύτευμα θα χρειαστεί για την αντικατάσταση του χαμένου δοντιού.
Εφόσον το δόντι είναι διατηρήσιμο, υπάρχουν δύο διαθέσιμες επιλογές μετά από μια αποτυχημένη ενδοδοντική θεραπεία :
- Η πρώτη επιλογή είναι η επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας. Η διαδικασία είναι παρόμοια με την κανονική απονεύρωση αλλά αρκετά πιο δύσκολη. Σπάνια γενικοί οδοντίατροι θα πραγματοποιήσουν την επαναληπτική ενδοδοντική θεραπεία οι ίδιοι, συνήθως παραπέμπουν τον ασθενή σε ειδικό ενδοδοντιστή.
- Ανάλογα με τη φύση του προβλήματος, ο ενδοδοντολόγος μπορεί να εκτιμήσει ότι απαιτείται ακροριζεκτομή, μια ενδοδοντική χειρουργική επέμβαση η οποία περιλαμβάνει τη χειρουργική αφαίρεση του άκρου της ρίζας. Ένα μικρό ανάστροφο σφράγισμα χρησιμοποιείται στη συνέχεια για να σφραγίσει τη ρίζα.
Οι πιθανότητες διάσωσης του δοντιού μετά απο μια αποτυχημένη ενδοδοντική θεραπεία είναι μεταξύ 50% και 75%. Σε ορισμένες περιπτώσεις, παρά την επανάληψη της ή την εκτέλεση ακροριζεκτομής, θα χρειαστεί να γίνει εξαγωγή του δοντιού.